- φρυαγμοσέμνακος
- -ον, Α αγέρωχος και αλαζονικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύαγμα + σεμνός + επίθημα -ακος (πρβλ. τριβ-ακός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρυαγμοσεμνάκους — φρυαγμοσέμνακος wanton and haughty masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)